Του Α. Ε. Γκότοβου
Οι επιθέσεις εναντίον της δασκάλας του Μεγάλου Δερείου είναι μια πρόκληση για όλους μας. Κυρίως είναι μια πρόκληση αξιοπιστίας.
Το 2003 το Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ως όργανο της πολιτείας που παρακολουθούσε από επιστημονικής-παιδαγωγικής πλευράς την πορεία των καινοτομιών του υπουργείου Παιδείας στον τομέα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, είχε ξεκινήσει την αξιολόγηση των προγραμμάτων διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σε όλη την Ελλάδα και στη Θράκη.
Οι επιθέσεις εναντίον της δασκάλας του Μεγάλου Δερείου είναι μια πρόκληση για όλους μας. Κυρίως είναι μια πρόκληση αξιοπιστίας.
Το 2003 το Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ως όργανο της πολιτείας που παρακολουθούσε από επιστημονικής-παιδαγωγικής πλευράς την πορεία των καινοτομιών του υπουργείου Παιδείας στον τομέα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, είχε ξεκινήσει την αξιολόγηση των προγραμμάτων διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σε όλη την Ελλάδα και στη Θράκη.
Στην περιοχή αυτή υλοποιούνταν τότε τρία διακριτά προγράμματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, ένα για τους μουσουλμάνους μαθητές, ένα για τους μαθητές με ρόμικη προέλευση και ένα για τους μαθητές με μεταναστευτικό ιστορικό (παλιννοστούντες και αλλοδαποί). Συντονιστής της ομάδας αξιολόγησης ήταν τότε ο υπογράφων. Η ιδιότητα αυτή με έφερε συχνά στη Θράκη, προκειμένου να συλλέξω τα απαραίτητα τεκμήρια (συνεντεύξεις, ερευνητικά δεδομένα) για μια θεμελιωμένη αποτίμηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω πρωτοβουλιών της πολιτείας.
Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας χρειάστηκε να μιλήσω με ...πολύ κόσμο:
Στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας χρειάστηκε να μιλήσω με ...πολύ κόσμο:
αξιωματούχους όλων των τύπων, θρησκευτικούς ηγέτες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), συνδικαλιστικούς φορείς, με τους υπεύθυνους των προγραμμάτων, με δασκάλους, με απλό κόσμο. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι παρά τις προόδους που είχαν συντελεσθεί με τις προσπάθειες και τις χρηματοδοτήσεις της πολιτείας για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης της μειονότητας, τόσο το παιδαγωγικό κλίμα στα μειονοτικά σχολεία, όσο και τα αποτελέσματα της μάθησης στα σχολεία αυτά παραμένουν ακόμη εξαιρετικά προβληματικά.
Είναι σχολεία που στεγάζουν δύο ασύμβατες μεταξύ τους και εν πολλοίς αντιφατικές παιδαγωγικές ιδεολογίες: τον τουρκικό εθνικισμό στο τουρκόφωνο μέρος του προγράμματος και τον «πολυπολιτισμό» στο ελληνόφωνο. Από τη μια μεριά σχετικοποιείται και αποδομείται η «εθνοκεντρική» ελληνική ταυτότητα, για να ενδυναμωθεί από την άλλη η τουρκική μέσω ενός ακραίου εθνικιστικού λόγου. Αρωγός στην προσπάθεια επικράτησης του τουρκικού εθνικισμού είναι το κατηχητικό σχολείο (κορανικό φροντιστήριο) τις απογευματινές ώρες, που γίνεται με ευθύνη του μουσουλμανικού ιερατείου και του δικτύου του. Και ενώ σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν προδιαγραφές και όρια, αλλά και θεσμοί εποπτείας, για το τι μπορεί να λέει ένας ιερωμένος στα τεμένη προς τους πιστούς – και ειδικά σε παιδιά – στην Ελλάδα η καλλιέργεια του μίσους, και μάλιστα του μίσους εναντίον του κράτους και της πατρίδας των μαθητών – φαίνεται ότι είναι ελεύθερη από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις του συντάγματος.
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανομίας και ανοχής απέναντι στις παραβιάσεις στοιχειωδών κανόνων της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής – που βεβαίως δεν σταματά πριν από τη Θράκη – κάθε φανατικός οπαδός του Ισλάμ ή της Τουρκίας ή ταυτόχρονα και των δύο, αισθάνεται ελεύθερος να εκδηλωθεί: να ζητά την αφαίρεση πομακικών λέξεων από σχολικά βιβλία και έντυπα – και να την πετυχαίνει ! – να απειλεί, να δηλητηριάζει τις σχέσεις των ομάδων που συγκροτούν τη θρακιώτικη κοινωνία, να πλήττει παντοιοτρόπως όσους δεν «προσαρμόζονται» στην υπερκείμενη παρακρατική ή εξωκρατική βούληση, ακόμη και να ασκεί σωματική βία. Σε ποιους; Σε εκείνους που επιμένουν να ασκούν ευόρκως το καθήκον τους, αρνούμενοι να δεχθούν διπλή κυριαρχία στην εκπαίδευση και εν γένει στην περιοχή.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Οι περιπέτειες της Χαράς Νικοπούλου, δασκάλας στο Μεγάλο Δέρειο, σχετίζονται άμεσα με αυτό το κλίμα. Εδώ και χρόνια βρίσκεται στο στόχαστρο παραγόντων και οργανώσεων στη Θράκη και εκτός Θράκης. Για ορισμένους διανοούμενους του «δημοκρατικού στρατοπέδου», οι παιδαγωγικές ιδέες της κ. Νικοπούλου είναι πολύ «εθνοκεντρικές» - δηλαδή συμβατές με το ελληνικό σύνταγμα που ακόμη δεν έχει εναρμονιστεί στα κελεύσματα της τρέχουσας εκδοχής της παγκοσμιοποίησης - για να περάσουν το τεστ της πολιτικής ορθότητας. Γι’ αυτούς, δεν είναι ίσως καλή δασκάλα, δεν έχει «πολιτικά ορθές» αντιλήψεις. Μισό και πλέον αιώνα μετά τον εμφύλιο, ανασταίνεται ξανά ένα είδος εθνικοφροσύνης από την ανάποδη. Για τον περισσότερο κόσμο της περιοχής, η δασκάλα του Μ. Δερείου είναι μια πολύ τυπική στη δουλειά της εκπαιδευτικός, που απλά δεν δέχεται να υπαχθεί στους άγραφους κανόνες μιας de facto σχολικής κουλτούρας στα μειονοτικά σχολεία, δηλαδή να προσαρμοστεί στο κλίμα του μειονοτικού εθνικισμού που εδώ και δεκαετίες μεθοδικά απλώνεται σε όλο το δίκτυο της μειονοτικής εκπαίδευσης. Για τις κρατικές υπηρεσίες, τέτοιου είδους «απροσάρμοστοι» και «ανελαστικοί» εκπαιδευτικοί είναι μπελάδες, γιατί μπορεί να αποκαλύψουν τη γύμνια τους: την αδυναμία των γραφειοκρατών να εφαρμόσουν το νόμο στο χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης αλλά και την ετοιμότητά τους να καταφεύγουν σε κατευναστικά επικοινωνιακά τεχνάσματα και παζάρια για να βρεθεί μια «συμβιβαστική» λύση.
Έτυχε να γνωρίσω τη Χαρά Νικοπούλου σ’ ένα συνέδριο στην Αλεξανδρούπολη. Ο λόγος της, η ενημέρωσή της γύρω από τα ζητήματα της εκπαίδευσης στην περιοχή, η ευαισθησία της για το διαφορετικό, και ειδικά για τους μουσουλμάνους μαθητές της, η πίστη στη διδασκαλική της αποστολή, δηλαδή στο να βοηθήσει τα παιδιά να μάθουν γράμματα και να τους καλλιεργήσει ήθος, με εντυπωσίασαν θετικά. Την παρακάλεσα να παρουσιάσει στους φοιτητές μου την εμπειρία που είχε με τις μεθόδους διαχείρισης της ετερότητας στο σχολείο, αλλά και τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε στην αποστολή της αυτή. Ήρθε στα Γιάννενα, με δικά της έξοδα, και μίλησε στο μάθημά μου με τους φοιτητές, οι οποίοι μου είπαν μετά ότι ήταν γι αυτούς ένα από τα καλύτερα μαθήματα που είχαν ακούσει.
Η προσωπικότητα της Χαράς Νικοπούλου είναι ξένη με επιβολές και προσβολές του «διαφορετικού» εν γένει, πόσο μάλλον όταν το διαφορετικό αφορά τη θρησκευτική ταυτότητα του «άλλου» και όταν ο «άλλος» είναι παιδί. Γι αυτό και όταν αποφασίζεται να πληγεί, πρέπει να επινοηθούν «ατοπήματα» και «προσβολές».
Η τελευταία, επικίνδυνη, επινόηση που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες σε μειονοτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες είναι ότι έδωσε για τις γιορτές εργασία στους μαθητές να ζωγραφίσουν τον Αλλάχ και να φέρουν στο σχολείο τις ζωγραφιές! Και αυτό υποτίθεται ότι το είπε στους μαθητές της ΣΤ τάξης, ενώ η ίδια διδάσκει στην πρώτη και τη δευτέρα. Η επινόηση μπορεί να είναι φαιδρή, αλλά η βιομηχανία πίσω από τη διακίνηση και τη διάδοσή της και η τρομοκρατία που της ασκείται μετά από τα δημοσιεύματα αυτά δεν είναι καθόλου αστεία υπόθεση: είναι επικίνδυνη, τόσο για την ίδια, όσο και για τα παιδιά αλλά και τις δημοκρατικές αρχές στη χώρα μας.
Η Χαρά Νικοπούλου είναι μια εμπνευσμένη δασκάλα που πιστεύει όσο λίγοι στο παιδαγωγικό της έργο και το πραγματώνει όσο καλύτερα μπορεί, με απτά αποτελέσματα. Δεν συμβιβάζεται μπροστά σε εκβιασμούς και απειλές, παρότι κάποιοι θα το προτιμούσαν, για να μην έχουν μπελάδες στο κεφάλι τους. Οι επιθέσεις, όμως, και η βία που ασκείται εναντίον της είναι στην ουσία επιθέσεις εναντίον του ελληνικού Συντάγματος και της ισχύος του στην περιοχή που βρίσκεται το σχολείο. Αν για τη μειονοτική εκπαίδευση δεν ισχύει το σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αν ο στόχος του σχολείου στο Μεγάλο Δέρειο δεν καθορίζεται από το ελληνικό κράτος αλλά από τρίτους, αν δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε για τη νέα γενιά τον κεντρικό εκπαιδευτικό σκοπό της διαμόρφωσης του Έλληνα πολίτη – ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία και πολιτισμό - σε κάθε γωνιά της χώρας, τότε δεν πρόκειται να χάσει η δασκάλα το στοίχημα, αλλά θα το χάσει η ελληνική πολιτεία και η ελληνική δημοκρατία. Οι επιθέσεις και τα στημένα παίγνια εναντίον της πλήττουν ευθέως την ελληνική δημοκρατία. Στρέφονται, βεβαίως, και εναντίον μιας γυναίκας, όπως επίσης εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέρ των οποίων μιλούμε – και σωστά – πολλοί συντηρητικοί, φιλελεύθεροι και αριστεροί διανοούμενοι και πολιτικοί στη χώρα, όλοι ευρωπαϊστές.
Οι επιθέσεις εναντίον της δασκάλας του Μεγάλου Δερείου είναι μια πρόκληση για όλους μας. Κυρίως είναι μια πρόκληση αξιοπιστίας. Γιατί αυτό που προκαλεί μέχρι τώρα αρνητική εντύπωση είναι πως αυτοί που θα έπρεπε πρώτοι να υπερασπιστούν το έργο της δασκάλας - πέρα φυσικά από τους υπηρεσιακούς παράγοντες που είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν και το έχουν κάνει - και να καταδικάσουν τη βία που ασκείται εναντίον της, δεν το κάνουν, δίνοντας έτσι τροφή στη φρικτή υποψία ότι η λογική που οδηγεί στην ουδέτερη στάση είναι η εξής: «αφού είναι ‘εθνοκεντρική’, δεν είναι δική μας, άρα δεν μας αφορούν οι επιθέσεις και η βία που δέχεται». Αν η υποστήριξη ενός ανθρώπου, άντρα ή γυναίκας, που γίνεται θύμα εκφοβισμού και ωμής βίας υπαρκτών μηχανισμών εξαρτάται από τις παιδαγωγικές του ιδέες και τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις για την πατρίδα, από το αν είναι «ενθοκεντρικός» ή «διεθνιστής», τότε η κοινωνία αυτή έχει γίνει επικίνδυνη κοινωνία να ζει κανείς. Γιατί η μόνη λύση που του απομένει είναι να προσαρμοστεί στην τρέχουσα πολιτική ορθότητα, αλλιώς οφείλει να υποστεί τις συνέπειες ή να μεταναστεύσει. Είναι βαθύτατα ενοχλητικό για την κουλτούρα μας συνολικά να καταδικάζουμε τη βία γενικώς και να την ανεχόμαστε, όταν αυτή στρέφεται εναντίον προσώπων με τα οποία πιθανόν διαφωνούμε στις παιδαγωγικές μας αντιλήψεις. Είναι βαθύτατα ενοχλητικό από τη μια να ενθαρρύνουμε τους εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν αυτόνομα παιδαγωγικές ιδέες και πρωτοβουλίες, και από την άλλη να κρυβόμαστε όταν έρχονται τα δύσκολα και δεν επιθυμούμε να διαταράξουμε συγκεκριμένες πολιτικές και εκλογικές ισορροπίες.
Θέλω να πιστεύω ότι η νέα πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Παιδείας δεν θα ανεχθεί τη σπίλωση ενός ταλαντούχου, συγκροτημένου και παραγωγικού εκπαιδευτικού που έχει προσφέρει σημαντικό έργο, επειδή κάποιοι έχουν αποφασίσει να ασκήσουν εξωτερική πολιτική μέσω της μειονοτικής εκπαίδευσης. Αλλά η υπηρεσιακή στήριξη δεν αρκεί. Χρειάζεται η στήριξη όλου του εκπαιδευτικού κόσμου και όλης της κοινωνίας. Είναι θέμα αξιοπιστίας για όλους μας. Ή την κερδίζουμε ή τη χάνουμε για τη νέα γενιά των εκπαιδευτικών της χώρας.
Του Α. Ε. Γκότοβου
Καθηγητή παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Από "ΧΡΟΝΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ"
Είναι σχολεία που στεγάζουν δύο ασύμβατες μεταξύ τους και εν πολλοίς αντιφατικές παιδαγωγικές ιδεολογίες: τον τουρκικό εθνικισμό στο τουρκόφωνο μέρος του προγράμματος και τον «πολυπολιτισμό» στο ελληνόφωνο. Από τη μια μεριά σχετικοποιείται και αποδομείται η «εθνοκεντρική» ελληνική ταυτότητα, για να ενδυναμωθεί από την άλλη η τουρκική μέσω ενός ακραίου εθνικιστικού λόγου. Αρωγός στην προσπάθεια επικράτησης του τουρκικού εθνικισμού είναι το κατηχητικό σχολείο (κορανικό φροντιστήριο) τις απογευματινές ώρες, που γίνεται με ευθύνη του μουσουλμανικού ιερατείου και του δικτύου του. Και ενώ σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν προδιαγραφές και όρια, αλλά και θεσμοί εποπτείας, για το τι μπορεί να λέει ένας ιερωμένος στα τεμένη προς τους πιστούς – και ειδικά σε παιδιά – στην Ελλάδα η καλλιέργεια του μίσους, και μάλιστα του μίσους εναντίον του κράτους και της πατρίδας των μαθητών – φαίνεται ότι είναι ελεύθερη από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις του συντάγματος.
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανομίας και ανοχής απέναντι στις παραβιάσεις στοιχειωδών κανόνων της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής – που βεβαίως δεν σταματά πριν από τη Θράκη – κάθε φανατικός οπαδός του Ισλάμ ή της Τουρκίας ή ταυτόχρονα και των δύο, αισθάνεται ελεύθερος να εκδηλωθεί: να ζητά την αφαίρεση πομακικών λέξεων από σχολικά βιβλία και έντυπα – και να την πετυχαίνει ! – να απειλεί, να δηλητηριάζει τις σχέσεις των ομάδων που συγκροτούν τη θρακιώτικη κοινωνία, να πλήττει παντοιοτρόπως όσους δεν «προσαρμόζονται» στην υπερκείμενη παρακρατική ή εξωκρατική βούληση, ακόμη και να ασκεί σωματική βία. Σε ποιους; Σε εκείνους που επιμένουν να ασκούν ευόρκως το καθήκον τους, αρνούμενοι να δεχθούν διπλή κυριαρχία στην εκπαίδευση και εν γένει στην περιοχή.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Οι περιπέτειες της Χαράς Νικοπούλου, δασκάλας στο Μεγάλο Δέρειο, σχετίζονται άμεσα με αυτό το κλίμα. Εδώ και χρόνια βρίσκεται στο στόχαστρο παραγόντων και οργανώσεων στη Θράκη και εκτός Θράκης. Για ορισμένους διανοούμενους του «δημοκρατικού στρατοπέδου», οι παιδαγωγικές ιδέες της κ. Νικοπούλου είναι πολύ «εθνοκεντρικές» - δηλαδή συμβατές με το ελληνικό σύνταγμα που ακόμη δεν έχει εναρμονιστεί στα κελεύσματα της τρέχουσας εκδοχής της παγκοσμιοποίησης - για να περάσουν το τεστ της πολιτικής ορθότητας. Γι’ αυτούς, δεν είναι ίσως καλή δασκάλα, δεν έχει «πολιτικά ορθές» αντιλήψεις. Μισό και πλέον αιώνα μετά τον εμφύλιο, ανασταίνεται ξανά ένα είδος εθνικοφροσύνης από την ανάποδη. Για τον περισσότερο κόσμο της περιοχής, η δασκάλα του Μ. Δερείου είναι μια πολύ τυπική στη δουλειά της εκπαιδευτικός, που απλά δεν δέχεται να υπαχθεί στους άγραφους κανόνες μιας de facto σχολικής κουλτούρας στα μειονοτικά σχολεία, δηλαδή να προσαρμοστεί στο κλίμα του μειονοτικού εθνικισμού που εδώ και δεκαετίες μεθοδικά απλώνεται σε όλο το δίκτυο της μειονοτικής εκπαίδευσης. Για τις κρατικές υπηρεσίες, τέτοιου είδους «απροσάρμοστοι» και «ανελαστικοί» εκπαιδευτικοί είναι μπελάδες, γιατί μπορεί να αποκαλύψουν τη γύμνια τους: την αδυναμία των γραφειοκρατών να εφαρμόσουν το νόμο στο χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης αλλά και την ετοιμότητά τους να καταφεύγουν σε κατευναστικά επικοινωνιακά τεχνάσματα και παζάρια για να βρεθεί μια «συμβιβαστική» λύση.
Έτυχε να γνωρίσω τη Χαρά Νικοπούλου σ’ ένα συνέδριο στην Αλεξανδρούπολη. Ο λόγος της, η ενημέρωσή της γύρω από τα ζητήματα της εκπαίδευσης στην περιοχή, η ευαισθησία της για το διαφορετικό, και ειδικά για τους μουσουλμάνους μαθητές της, η πίστη στη διδασκαλική της αποστολή, δηλαδή στο να βοηθήσει τα παιδιά να μάθουν γράμματα και να τους καλλιεργήσει ήθος, με εντυπωσίασαν θετικά. Την παρακάλεσα να παρουσιάσει στους φοιτητές μου την εμπειρία που είχε με τις μεθόδους διαχείρισης της ετερότητας στο σχολείο, αλλά και τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε στην αποστολή της αυτή. Ήρθε στα Γιάννενα, με δικά της έξοδα, και μίλησε στο μάθημά μου με τους φοιτητές, οι οποίοι μου είπαν μετά ότι ήταν γι αυτούς ένα από τα καλύτερα μαθήματα που είχαν ακούσει.
Η προσωπικότητα της Χαράς Νικοπούλου είναι ξένη με επιβολές και προσβολές του «διαφορετικού» εν γένει, πόσο μάλλον όταν το διαφορετικό αφορά τη θρησκευτική ταυτότητα του «άλλου» και όταν ο «άλλος» είναι παιδί. Γι αυτό και όταν αποφασίζεται να πληγεί, πρέπει να επινοηθούν «ατοπήματα» και «προσβολές».
Η τελευταία, επικίνδυνη, επινόηση που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες σε μειονοτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες είναι ότι έδωσε για τις γιορτές εργασία στους μαθητές να ζωγραφίσουν τον Αλλάχ και να φέρουν στο σχολείο τις ζωγραφιές! Και αυτό υποτίθεται ότι το είπε στους μαθητές της ΣΤ τάξης, ενώ η ίδια διδάσκει στην πρώτη και τη δευτέρα. Η επινόηση μπορεί να είναι φαιδρή, αλλά η βιομηχανία πίσω από τη διακίνηση και τη διάδοσή της και η τρομοκρατία που της ασκείται μετά από τα δημοσιεύματα αυτά δεν είναι καθόλου αστεία υπόθεση: είναι επικίνδυνη, τόσο για την ίδια, όσο και για τα παιδιά αλλά και τις δημοκρατικές αρχές στη χώρα μας.
Η Χαρά Νικοπούλου είναι μια εμπνευσμένη δασκάλα που πιστεύει όσο λίγοι στο παιδαγωγικό της έργο και το πραγματώνει όσο καλύτερα μπορεί, με απτά αποτελέσματα. Δεν συμβιβάζεται μπροστά σε εκβιασμούς και απειλές, παρότι κάποιοι θα το προτιμούσαν, για να μην έχουν μπελάδες στο κεφάλι τους. Οι επιθέσεις, όμως, και η βία που ασκείται εναντίον της είναι στην ουσία επιθέσεις εναντίον του ελληνικού Συντάγματος και της ισχύος του στην περιοχή που βρίσκεται το σχολείο. Αν για τη μειονοτική εκπαίδευση δεν ισχύει το σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αν ο στόχος του σχολείου στο Μεγάλο Δέρειο δεν καθορίζεται από το ελληνικό κράτος αλλά από τρίτους, αν δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε για τη νέα γενιά τον κεντρικό εκπαιδευτικό σκοπό της διαμόρφωσης του Έλληνα πολίτη – ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία και πολιτισμό - σε κάθε γωνιά της χώρας, τότε δεν πρόκειται να χάσει η δασκάλα το στοίχημα, αλλά θα το χάσει η ελληνική πολιτεία και η ελληνική δημοκρατία. Οι επιθέσεις και τα στημένα παίγνια εναντίον της πλήττουν ευθέως την ελληνική δημοκρατία. Στρέφονται, βεβαίως, και εναντίον μιας γυναίκας, όπως επίσης εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέρ των οποίων μιλούμε – και σωστά – πολλοί συντηρητικοί, φιλελεύθεροι και αριστεροί διανοούμενοι και πολιτικοί στη χώρα, όλοι ευρωπαϊστές.
Οι επιθέσεις εναντίον της δασκάλας του Μεγάλου Δερείου είναι μια πρόκληση για όλους μας. Κυρίως είναι μια πρόκληση αξιοπιστίας. Γιατί αυτό που προκαλεί μέχρι τώρα αρνητική εντύπωση είναι πως αυτοί που θα έπρεπε πρώτοι να υπερασπιστούν το έργο της δασκάλας - πέρα φυσικά από τους υπηρεσιακούς παράγοντες που είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν και το έχουν κάνει - και να καταδικάσουν τη βία που ασκείται εναντίον της, δεν το κάνουν, δίνοντας έτσι τροφή στη φρικτή υποψία ότι η λογική που οδηγεί στην ουδέτερη στάση είναι η εξής: «αφού είναι ‘εθνοκεντρική’, δεν είναι δική μας, άρα δεν μας αφορούν οι επιθέσεις και η βία που δέχεται». Αν η υποστήριξη ενός ανθρώπου, άντρα ή γυναίκας, που γίνεται θύμα εκφοβισμού και ωμής βίας υπαρκτών μηχανισμών εξαρτάται από τις παιδαγωγικές του ιδέες και τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις για την πατρίδα, από το αν είναι «ενθοκεντρικός» ή «διεθνιστής», τότε η κοινωνία αυτή έχει γίνει επικίνδυνη κοινωνία να ζει κανείς. Γιατί η μόνη λύση που του απομένει είναι να προσαρμοστεί στην τρέχουσα πολιτική ορθότητα, αλλιώς οφείλει να υποστεί τις συνέπειες ή να μεταναστεύσει. Είναι βαθύτατα ενοχλητικό για την κουλτούρα μας συνολικά να καταδικάζουμε τη βία γενικώς και να την ανεχόμαστε, όταν αυτή στρέφεται εναντίον προσώπων με τα οποία πιθανόν διαφωνούμε στις παιδαγωγικές μας αντιλήψεις. Είναι βαθύτατα ενοχλητικό από τη μια να ενθαρρύνουμε τους εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν αυτόνομα παιδαγωγικές ιδέες και πρωτοβουλίες, και από την άλλη να κρυβόμαστε όταν έρχονται τα δύσκολα και δεν επιθυμούμε να διαταράξουμε συγκεκριμένες πολιτικές και εκλογικές ισορροπίες.
Θέλω να πιστεύω ότι η νέα πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Παιδείας δεν θα ανεχθεί τη σπίλωση ενός ταλαντούχου, συγκροτημένου και παραγωγικού εκπαιδευτικού που έχει προσφέρει σημαντικό έργο, επειδή κάποιοι έχουν αποφασίσει να ασκήσουν εξωτερική πολιτική μέσω της μειονοτικής εκπαίδευσης. Αλλά η υπηρεσιακή στήριξη δεν αρκεί. Χρειάζεται η στήριξη όλου του εκπαιδευτικού κόσμου και όλης της κοινωνίας. Είναι θέμα αξιοπιστίας για όλους μας. Ή την κερδίζουμε ή τη χάνουμε για τη νέα γενιά των εκπαιδευτικών της χώρας.
Του Α. Ε. Γκότοβου
Καθηγητή παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Από "ΧΡΟΝΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου